Παρασκευή 4 Ιουλίου 2008

Θα έλεγες κανείς πως όλα είναι σκοτεινά μέσα στη μνήμη, στιγμές που έχουν περάσει και έχουν φύγει. Μοιάζουν θολές χωρίς την λεπτομέρεια της στιγμής, και το ακριβές συναίσθημα που μας διακατέχει. Ο βαρύς χειμώνας μοιάζει σκοτεινό δειλινό μέσα στις σκιές. Και μεις χανόμαστε, και προχωρούμε στο σκοτεινό διάδρομο των αναμνήσεων που πάντα εξιδανικεύονται από εμάς. Και στο τέλος του διαδρόμου βλέπουμε το τέλος. Δεν μπορούμε όμως να σταματήσουμε όμως την ξέφρενη πορεία μας στο Χρόνο. Σε κάτι που δημιουργήσαμε για να μας παγιδεύει. Ο θάνατος είναι το καλύτερο στοιχείο της ανθρώπινης ύπαρξης. Μας κάνει να αγαπούμε και να φοβόμαστε να χάσουμε αυτό που έχουμε. Και όμως τόσο ωραία νιώθουμε όταν κάτι αλλάζει, και μέσα μας επικμηκύνεται ο χρόνος, ξεφεύγει από την ρουτίνα. Μέχρι και αυτό το νέο να γίνει παλιό και να μπει στο συρτάρι. Ένα συρτάρι σκονισμένο που περιέχει αναμνήσεις, ερεθίσματα, που προσπαθούμε να φυλάξουμε για να σταματήσουμε το Χρόνο. Κοιτάζουμε από το παράθυρο της ζωής μας, και βλέπουμε πως τα πάντα πάνε προς τα πίσω, τίποτα δε μένει σταθερό. Η έννοια της στιγμής χάνει την έννοια της μέχρι να τη σκεφτούμε. Και αυτό είναι το μαγικό με τις φωτογραφίες. Απομονώνουν μια στιγμή μας, ένα απειροελάχιστο χρονικό σημείο. Μας βοηθάει να κρατάμε καθαρές τις αναμνήσεις μας, και να τις κοιτάμε κουνώντας και να λέμε ''κοίτα πως ήμουν, κοίτα πως έγινα'' ή ''ωραίες στιγμές...'' και μετά να καθόμαστε και να νοσταλγούμε. Αδρανείς φτάνουμε στο χείλος του γκρεμού και συνειδητοποιούμε τι δεν προλάβαμε να κάνουμε, τι θέλουμε πραγματικά και μετά πετάμε, πετάμε για πού? Δεν ξέρουμε. Ποτέ δε θα μάθουν οι ζωντανοί τι γίνεται μετά το θάνατο. Δεν μπορούν να καταλάβουν την έννοια του Τέλους. Πως τελείωσε ο ρόλος τους.